- μυοθηρατής
- μῠο-θηρᾱτής, οῦ, ὁ,A mouse-catcher, PLond.1.125.44 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυοθηρατής — μυοθηρατής, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, μέσω αμάρτυρου *μυοθηρώ (βλ. μυοθηρεύω] … Dictionary of Greek
μυοθηρευτής — μυοθηρευτής, ὁ (Α) [μυοθηρεύω] μυοθηρατής* … Dictionary of Greek